- μοιραστής
- ο , μοιράστρα η1) распределитель, -ница; 2) раздатчи|к, -ца; 3) тот, кто сдаёт карты; банкомёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοιραστής — ο, θηλ. μοιράστρ(ι)α, αρσ. πληθ. μοιραστάδες (Μ μοιραστής) [μοιράζω] νεοελλ. αυτός που αναλαμβάνει να μοιράσει, να διανείμει κάτι μσν. διαιρέτης, παρονομαστής κλάσματος … Dictionary of Greek
μοιραστής — ο αυτός που μοιράζει, ο διανομέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δατητής — δατητής, ο (Α) ο διανεμητής, ο μοιραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δατη τού δατέομαι*] … Dictionary of Greek